τεσσαρακονταοκτάωρος

τεσσαρακονταοκτάωρος
-η, -ο, Ν
αυτός που διαρκεί σαράντα οκτώ ώρες, σαρανταοκτάωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρακοντακτώ + -ωρος (< ώρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”